- αλαλιάζω
- 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε αναισθησία5. συγχύζομαι, ταράζομαι6. αποβλακώνομαι, παλαβώνω7. εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άλαλος με αναλογική επίδραση ρημάτων σε –ιάζω, που δηλώνουν ασθένεια, ή γενικότερα πάθησηπρβλ. μουδιάζω, νευριάζω, παθιάζω, χτικιάζω, ψειριάζω.ΠΑΡ. αλαλιασμός].
Dictionary of Greek. 2013.