αλαλιάζω

αλαλιάζω
1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω
2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του
3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω
4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε αναισθησία
5. συγχύζομαι, ταράζομαι
6. αποβλακώνομαι, παλαβώνω
7. εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άλαλος με αναλογική επίδραση ρημάτων σε –ιάζω, που δηλώνουν ασθένεια, ή γενικότερα πάθηση
πρβλ. μουδιάζω, νευριάζω, παθιάζω, χτικιάζω, ψειριάζω.
ΠΑΡ. αλαλιασμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλαλιάζω — αλαλιάζω, αλάλιασα, αλαλιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: αλαλιάζω : δε συνηθίζεται η παθητική φωνή, γιατί η ενεργητική φωνή έχει και την έννοια ζαλίζω, αναστατώνω και → ζαλίζομαι, αναστατώνομαι (από υπερβολική φασαρία κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλαλιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., παίρνω από κάποιον το μυαλό, παραζαλίζω: Τα παιδιά την είχαν αλαλιάσει με τις φωνές τους. 2. αμτβ., παραζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Ησυχάστε πια κι αλάλιασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλαλος — η, ο (Α ἄλαλος, ον) αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός νεοελλ. ανόητος, βλάκας, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λάλος < λαλῶ. ΠΑΡ. αλαλία νεοελλ. αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα] …   Dictionary of Greek

  • αλαλιασμός — ο [αλαλιάζω] κατάπληξη από υπερβολικό φόβο …   Dictionary of Greek

  • αλαλώνω — [άλαλος] αλαλιάζω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”